σήκωμα

σήκωμα
σήκ-ωμα, [dialect] Dor. [full] σάκωμα [ᾱ], ατος, τό, ([etym.] σηκόω)
A a weight in the balance, standard weight, IG22.1013.8, Hyp.Fr.271 (ap.Poll.4.172); σμικρὸν τὸ σὸν σ. προστίθης slight is the weight that you throw into the scale, E.Heracl.690; σ. μολίβδινα leaden weights or counterpoises, Plb.8.5.9; τὸ κατόπιν σ. τῆς προβολῆς, of the spear, Id.18.29.3; makeweight, Id.18.24.5.
b a standard measure, [κρότωνος] PCair.Zen.670.7 (iii B.C.);

σ. σιτηροῦ ἡμεδίμνου SIG2508

(Delos, i B.C.); jar or measure of wine, POxy.1720.5 (iv A.D.), 1896.19 (vi A.D.), PLond.ined.2115 (vi A.D.).
2 momentum, Ael.Tact.13.2.
3 return, recompense, Phalar.Ep.134.
II = σηκός 11, sacred enclosure, E.El.1274, IG3.1979.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σήκωμα — σήκωμα, το ατος 1. ύψωση: Σήκωμα των χεριών. 2. έγερση: Σήκωσα από το κρεβάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σήκωμα — a weight in the balance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σήκωμα — (I) και δωρ. τ. σάκωμα, τὸ, Α [σηκῶ / σακῶ] 1. βάρος, βαρίδι, ζύγι στην πλάστιγγα (α. «μολύβδινα σηκώματα», Πολ. β. «σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης», Ευρ.) 2. αυτό που δίνει κίνηση σε κάτι, κυρίως αυτό που προκαλεί την κίνηση, την μετατόπιση τής …   Dictionary of Greek

  • σηκώματα — σήκωμα a weight in the balance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκώματι — σήκωμα a weight in the balance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηκώματος — σήκωμα a weight in the balance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλοκόβω — 1. κουράζω κάποιον από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους 2. μέσ. κωλοκόβομαι με πονάει η μέση και η ράχη από σήκωμα ή κουβάλημα μεγάλου βάρους …   Dictionary of Greek

  • σηκωμός — ο, Ν 1. σήκωμα, ανύψωση 2. σήκωμα, μεταφορά βαριού αντικειμένου 3. μτφ. α) εξέγερση, ξεσηκωμός β) ξύπνημα, αφύπνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκώνω + κατάλ. μός (πρβλ. σκοτω μός, τελειω μός)] …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • ανασήκωμα — το η ενέργεια του ανασηκώνω, ανύψωση, ελαφρό σήκωμα προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ανύψωση — (Α ἀνύψωσις, σεως) η εξύψωση, η ανάδειξη το σήκωμα (| νεοελλ. το να υψώνεται κάτι, το ανέβασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”